- φαλακροτης
- φαλακρότηςφᾰλακρότης-ητος ἥ плешивость, плешь Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλακρότης — baldness on the crown fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητα — φαλακρότης baldness on the crown fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητι — φαλακρότης baldness on the crown fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητος — φαλακρότης baldness on the crown fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητα — η / φαλακρότης, ητος, ΝΜΑ [φαλακρός] έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρα αρχ. 1. στιλπνότητα 2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης … Dictionary of Greek